- κηροδετης
- κηροδέτηςκηρο-δέτης-ου, дор. κηροδέτας -α adj. m скрепленный воском
(κάλαμος Πανός Eur.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(κάλαμος Πανός Eur.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κηροδέτης — κηροδέτης, δωρ. τ. κηροδέτας, ὁ (Α) κηρόδετος* («κηροδέτας κάλαμος», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + δέτης (< δέω [II] «δένω»), πρβλ. γλωσσο δέτης, λαιμο δέ της] … Dictionary of Greek
κηρός — ο (ΑΜ κηρός) το κερί τών μελισσών, λιπαρή, εύπλαστη και εύτηκτη ουσία που γίνεται σκληρή και εύθραυστη σε ψυχρό περιβάλλον, γνωστή κυρίως ως προϊόν τών μελισσών, από το οποίο αυτές κατασκευάζουν τις κηρήθρες τους («παῑς χερσὶ ταῑς ἑαυτοῡ κηρὸν… … Dictionary of Greek